Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δεν κατεβάζει η

  • 1 κούτρα

    η
    1) лоб; 2) голова; башка (разг);

    δεν κατεβάζει η κούτρα του — у него башка не варит;

    § αλί πού τώχει η κούτρα του να κατεβάζει ψϋίρες — погов, чёрного кобеля не отмоешь добела

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κούτρα

  • 2 ξερό

    τό
    1) см. ξεράδι 2; 2) башка, котелок (разг);

    δεν κατεβάζει το ξερό του — у него котелок не варит, башка не соображает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξερό

  • 3 κεφάλι

    τό
    1) голова (человека, животного); 2) голова, штука (скота); 3) шляпка (гвоздя и т. п.); 4) голова (сахару); головка (чесноку, сыра и т. п.);

    § γερό κεφάλι — умная голова;

    αγύριστο ( — или μουλαρήσιο) κεφάλι — упрямец;

    ξερό κεφάλι — тупица;

    κακόтоб κεφάλιου του — пусть пеняет на себя;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову;

    δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη μελέτη — уйти с головой в учёбу;

    βάζω ( — или κόβω) το κεφάλι μου πώς... — ручаюсь головой, голову даю на, отсечение, что...;

    σπάζω το κεφάλι μου — ломать себе голову;

    βγάζω απ' το κεφάλι μου — а) выбрасывать что-л, из головы; — б) выдумать, взять что-л, из своей головы;

    δεν έχει κεφάλι — он совсем безмозглый (человек);

    κάνωтоб κεφάλιου μου — делать, что взбредёт в голову;

    παίζω το κεφάλι μου — рисковать головой;

    χτυπώто κεφάλι μου στον τοίχο — биться головой о стен(к)у;

    είμαι ένα κεφάλι πιό ψηλά από κάποιον — быть на голову выше кого-л.;

    πληρώνω με το κεφάλι μου — поплатиться головой (за что-л.);

    κατεβάζει ( — или κόβει) το κεφάλι του — у него котелок варит;

    δεν κατεβάζω το κεφάλι — не склонять головы;

    βάζωто κεφάλι μου στον ντορβά ( — или στο σακκί) — положить голову на плаху;

    βάζω στο κεφάλι μου — вбить, забрать себе в голову

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κεφάλι

См. также в других словарях:

  • κούτσουρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 69 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, Ν της πόλης της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου. 2. Πεδινός οικισμός (50 κάτ.) του νομού… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κούτρα — η 1. το μέτωπο, το κούτελο 2. συνεκδ. το κεφάλι 3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει β) «κατεβάζει η κούτρα του» είναι έξυπνος 4. παροιμ. «αλί που τό χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» τα φυσικά ελαττώματα δεν… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • γαλατάς — I Περιοχή του ασιατικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, της οποίας σήμερα αποτελεί τμήμα, γνωστή άλλοτε και ως Πέραν, στη ΒΑ ακτή του Κερατίου κόλπου. Από πού προέρχεται το όνομα του Γ. δεν είναι ακριβώς γνωστό· ίσως από κάποιον Γαλάτη που είχε… …   Dictionary of Greek

  • χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»